το οτι τον εβαλαν καρφωτο εκει μαλλον ηταν και το τελευταιο καρφι που χρειαζοντουσαν καποιοι
εδω εμεις ρε στρατιωτακια περνανε αναφορες καθε 2 εβδομαδες απο την ευπ για τα ΕΟ για οτιδηποτε ειχε να κανει με την περιοχη ευθυνης μας
Storm έγραψε:Κούγιας, ένας κομουνιστής από παλιά κομουνιστική οικογένεια πάππου προς πάππου, αναλαμβάνει μία υπόθεση που έχει κομματικοποιηθεί/πολιτικοποιηθεί κλπ...κλπ...
Ενδιαφέρον.
υ.γ. και το σόου συνεχίζεται...
rx8_drifter έγραψε:http://www.bloko.gr/2021/02/blog-post_492.htmlΕιλικρινά με βασανίζει το ερώτημα, γιατί να γίνει εξαίρεση σε μια τέτοια περίπτωση και μάλιστα τόσο σοβαρή
ΔΕΝ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ
«Μενδώνη, γιατί ἔκοψες τὸν πεῦκο;
γιατί; γιατί;»
—«Ἀγέρας θάναι» λέει η Μενδώνη,
καὶ περπατεῖ.
Ἀνάβει ἡ πέτρα, τὸ λιβάδι
βγάνει φωτιά·
νά βρισκε η Μενδώνη μιὰ βρυσούλα,
μιὰ ρεματιά!
Μὲς στὸ λιοπύρι, μὲς στὸν κάμπο
νὰ ἕνα δεντρί...
Ξαπλώθη η Μενδώνη ἀποκάτου
δροσιὰ νὰ βρῆ.
Τὸ δέντρο παίρνει τὰ κλαδιά του
καὶ περπατεῖ!
«Δὲ θ’ ἀνασάνω» λέει η Μενδώνηˑ
«γιατί; γιατί;»
—«Μενδώνη, ποῦ κίνησες νὰ φτάσης;»
—«Στὰ Δυὸ χωριά».
—«Κι ἀκόμα βρίσκεσαι δῶ κάτου;
Πολὺ μακριά!»
—«Ἐγὼ πηγαίνω, ὅλο πηγαίνω.
Τί ἔφταιξα γώ;
Σκιάζεται ὁ λόγκος καὶ μὲ φεύγει,
γι’ αὐτὸ εἶμαι δῶ.
»Πότε ξεκίνησα; Εἶναι μέρες...
γιὰ δυὸ, γιὰ τρεῖς...
Ὁ νοῦς μου σήμερα δὲν ξέρω,
τ’ εἶναι βαρύς».
—«Νὰ μιὰ βρυσούλα, πιὲ νεράκι,
νὰ δροσιστῆς».
Σκύβει νὰ πιῆ νερὸ στὴ βρύση,
στερεύει εὐθύς.
Οἱ μέρες πέρασαν κι οἱ μῆνες,
φεύγει ὁ καιρός·
στὸν ἴδιον τόπο εἶν’ η Μενδώνη
κι ἂς τρέχη ἐμπρός...
Νὰ τὸ χινόπωρο, νὰ οἱ μπόρες!
μὰ ποῦ κλαρί;
Χτυπιέται ὀρθὸς μὲ τὸ χαλάζι,
μὲ τὴ βροχή.
«Μενδώνη, γιατί ἔσφαξες τὸ δέντρο
τὸ σπλαχνικό,
πούρριχνεν ἴσκιο στὸ κοπάδι
καὶ στὸ βοσκό;»
»Ὁ πεῦκος μίλαε στὸν ἀέρα
—τ’ ἀκοῦς; τ’ ἀκούς;—
καὶ τραγουδοῦσε σὰ φλογέρα
στους μπιστικούς.
»Φρύγανο καὶ κλαρὶ τοῦ πῆρες,
καὶ τὶς δροσιές,
καὶ τὸ ρετσίνι του ποτάμι
ἀπ’ τὶς πληγές.
»Σακάτης ἤτανε κι ὁλόρθος,
ὡς τὴ χρονιὰ
ποὺ τὸν ἐγκρέμισες γιὰ ξύλα,
Μενδώνη νιανιά!»
—«Τὴ χάρη σου, ἐρημοκλησάκι,
τὴν προσκυνῶˑ
βόηθα νὰ φτάσω κάποια ὥρα
καὶ νὰ σταθῶ...
»Ἡ μάνα μου θὰ περιμένη
κι ἔχω βοσκή...
κι εἶχα καὶ τρύγο... Τί ὥρα νάναι
καὶ τί ἐποχή;
»Ξεκίνησα τὸ καλοκαίρι
—νὰ στοχαστῆς—
κι ἦρθε καὶ μ’ ἦβρεν ὁ χειμῶνας
μεσοστρατίς.
»Πάλι Ἁλωνάρης καὶ λιοπύρι!
πότε ἦρθε; πῶς;
Ἅγιε, σταμάτησε τὸ λόγκο
ποὺ τρέχει ἐμπρός.
»Ἅγιε τὸ δρόμο δὲν τὸν βγάνω
—μὲ τί καρδιά;—
Θέλω νὰ πέσω νὰ πεθάνω,
ἐδῶ κοντά».
Πέφτει σὰ δέντρο ἀπ’ τὸ πελέκι...
Βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε τὸ δάσος,
πολὺ μακριά.
Ἐκεῖ τριγύρω οὔτε χορτάρι
φωνὴ καμιά.
Στ’ ἀγκάθια πέθανε, στὸν κάμπο,
στὴν ἐρημιά.
Αν άδειασε, θα αρχίσει να καθαρίζει ακόμα περισσότ[…]
Γιατί να πάς ταξίδι; Ε Φ Ι Α Λ Τ Η Σ Μπαίνεις στ[…]
https://twitter.com/there_is_no_if/status/1772679[…]
Οι πετυχημένοι μετανάστες είναι πιθανότατα πιο φα[…]